ραψωδώ

ραψωδώ
-έω, Α [ῥαψῳδός]
1. είμαι ραψωδός, απαγγέλλω ως ραψωδός ενώπιον κοινού ποιήματα άλλων (α. «ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῑ καὶ ἅ μή», Πλάτ.
β. «οἶμαι γὰρ ἄν παῡσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῡντας τἀκείνων», Ισοκρ.)
2. απαγγέλλω τα ποιήματά μου (α. «Ἡσίοδον ῥαψωδεῑν ἄν περιιόντας, εἰών», Πλάτ.
β. «Ξενοφάνης ἐρραψώδει τὰ ἑαυτοῡ», Διογ. Λαέρ.)
3. εκφωνώ κάτι από μνήμης, μηχανικά (α. «οὐδὲν... ἀλλ' ἤ ῥαψῳδήσουσιν οἱ πρέσβεις περιιόντες», Δημοσθ.
θ. «λόγοι ἄνευ ἀνακρίσεως καὶ διδαχῆς ῥαψῳδούμενοι», Πλάτ.)
4. επαινώ, εγκωμιάζω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥαψῳδῷ — ῥαψῳδός reciter of Epic poems masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναρραψωδώ — ἀναρραψῳδῶ ( έω) (Α) [ραψωδώ] αρχίζω πάλι να τραγουδώ σαν ραψωδός, να αφηγούμαι …   Dictionary of Greek

  • επιρραψωδώ — ἐπιρραψῳδῶ, έω (Α) [ραψῳδώ] 1. ψέλνω κάτι συνεχώς ή στο τέλος ως ραψωδία («συνεχές ἐπιρραψῳδῶν τά πάνδημα έκεῑνα τοῡ Ἠσιόδου περὶ τῆς ἀρετῆς ἔπη», Λουκιαν.) 2. «ἐπιρραψωδῶ τινι» ψέλνω ραψωδία για κάτι ή κάποιον …   Dictionary of Greek

  • καταρραψωδώ — καταρραψῳδῶ, έω και καταραψῳδῶ, έω (Α) 1. συνθέτω ή απαγγέλλω ραψωδίες 2. απαγγέλλω κατηγορία εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαψῳδῶ (< ῥαψῳδός)] …   Dictionary of Greek

  • ραψώδημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [ῥαψωδῶ] 1. φλυαρία 2. κείμενο που έχει αποστηθίσει κάποιος …   Dictionary of Greek

  • ραψώδηση — η, Ν η απαγγελία από ραψωδό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραψωδώ. Η λ., στον λόγιο τ. ῥαψῴδησις, μαρτυρείται από το 1867 στον Αρ. Κυπριανό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”